Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2007

ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ (ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ)

Μάνα με τους εννιά σου γιούς και με τη μια σου κόρη,
τη κόρη τη μονάκριβη τη πολυαγαπημένη.
Την είχε δώδεκα χρονώ κι ο ήλιος δε στην είδε.
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της,
της μέρας φώς να μη την δει, ο ήλιος να μην την ξερει.

Πραγματευτλαδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οκτώ αδερφοί δε θέλανε κι ο Κωνσταντίνος θέλει.
-Μάνα μου, κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα.
Στα ξένα εκεί που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
δικό μου να 'χω άνθρωπο και να παρηγοριέμαι.

-Φρόνιμος είσαι Κωνσταντή, μα άσκημα απηλογήθης.
Κι αν έρθει γιε μου θάνατος κι αν έρθει γιε μου αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
-Βάζω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρθει θάνατος, αν τύχει κι έρθει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, εγώ θα στην φέρω.

Κι αφού την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
μπήκανε χρόνοι δίσεχτοι και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό κι οι εννια οι γιοι πεθάναν,
κι έμειν' η μάνα έρημη, σα καλαμιά στον κάμπο.
Στα οχτώ τα μνήματα έκλαιγε, στα οχτώ μοιρολογούσε,
στου Κωνσταντίνου το μνημιό ανέσπα τα μαλλιά της.

"Ανάθεμά σε Κωνσταντή και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
Το τάξιμο που μου 'ταξες πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους
αν τύχει πίκρα γη χαρά, να πας να μου τη φέρεις".
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,

η γης αναταράχθηκε κι ο Κωνσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρι χαλινάρι
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει τη κι εχτενίζουνταν όξω στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:

-'Αιντε αδερφή να φύγουμε, στη μάνα μας να πάμε.
-Αλίμον' αδερφάκι μου και τι 'ναι τούτ' η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω
Κι αν είναι πίκρα η θάνατος μαυρά ρούχα να βάλω
-Έλ' Αρετή στο σπίτι μας κι ας είσ' όπως κι αν είσαι.
Κοντολογίζει τ' άλογο και πίσω τη καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε, πουλάκια κελαηδούσαν,
δε κελαηδούσαν σα πουλιά, μήτε σα χελιδόνια,
μον' κελαηδούσαν κι έλεγαν μ' ανθρώπινη ομιλία:
"Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει πεθαμένος"!
-'Ακουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
-Πουλάκια 'ναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια 'ναι κι ας λένε.

Και παρακεί που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:
"Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους"!
-'Ακουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.
-Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.

-Φοβούμαι σ' αδερφάκι μου και λιβανιές μυρίζεις.
-Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον 'Αϊ Γιάννη
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.
Και παρεμπρός που πήγανε κι άλλα πουλιά τους λένε:
"Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!

Τ' άκουσε πάλ' η Αρετή και ράγισ' η καρδιά της.
-'Ακουσες Κωνσταντάκη μου τι λένε τα πουλάκια;
-'Αφησ' Αρέτω τα πουλιά κι αςλένε ότι κι αν λένε.
-Πες μου πού 'ναι τα κάλλη σου και πού 'ν' η λεβεντιά σου
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
-Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου!

Αυτού σιμά αυτού κοντά, στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της 'χάθη.
Κι ακούει τη πλάκα και βροντά, το χώμα και βουΐζει.
Κινά και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δένδρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,

βλέπει μπροστά στη πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει τη πόρτα σφαλιχτή και τα κλειδιά παρμένα
και τα σπιτοπαράθυρα, σφιχτά μανταλωμένα.
Χτυπά τη πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
-Αν είσαι φίλος διάβαινε κι αν είσ' οχτρός μου φύγε
κι αν είσαι ο πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω

κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
-Σήκω μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα.
-Ποιος είναι αυτός που μου χτυπά και με φωνάζει μάνα;
-'Ανοιξε μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου.
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν και πέθαναν κι οι δύο.

9 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

axriste ti einai autes oi malakies den mas lipasai;

Ανώνυμος είπε...

eeeeee

caramelitCa k an crCei:p είπε...

ρε σεισ...ειναι τελειο απλα...8εικ0...το διαβαζω και μου σηκωνεται η τριχα

Ανώνυμος είπε...

εχω ανατριχιασει

Ανώνυμος είπε...

xaxxaxaxaaaaaaa!!!

☥ Elena Addams ☥ είπε...

Το δημοτικο αυτο τραγουδι ειναι απο τα πιο σπουδαια, απο τα πιο αξιοσημειοτα, εχει μεγαλη σημασια και αξια. ΤΟ διδαχτηκαμε στο λυκειο σημερα. Μπραβο.

Ανώνυμος είπε...

πωωωωω το καναμε αυτο στο σχολειο!!!! εχει μια αναλυσηηηη./.................. ΤΕΡΑΣΤΙΑΑΑΑ!!!! αλλα ειναι πολυ ωραιο σαν κειμενακι;)

Ph.J είπε...

Πόσο ζώο πρέπει να είναι κάποιος για να μη νοιώσει δέος μπροστά στο συγκλονιστικό αυτό αριστούργημα? Αυτό που διεκτραγωδεί την "απώλεια" με τον πιο σπαρακτικό και συγκλονιστικό τρόπο που μπορεί να αναλογιστεί κανείς...

Ph.J είπε...

Πόσο ζώο πρέπει να είναι κανείς για να μη νοιώσει δέος μπροστά στο σπαρακτικό αυτό αριστούργημα που διεκτραγωδεί την "απώλεια" με τον πλέον συγκλονιστικό τρόπο που θα μπορούσε ποτέ να σκεφτεί ανθρώπου νούς?!!!

Κατάλογος Σελίδων