Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2007

ΑΛΛΟΣ ΓΙΑ ΧΙΟ ΤΡΑΒΗΞΕ

Στα καλντερίμια συζητούν
ως το πρωί γειτόνοι
μα σκοτεινιάζει ο καιρός
και στις καρδιές νυχτώνει

Άλλος για Χίο τράβηξε πήγε
κι άλλος για Μυτιλήνη
κι άλλος στης Σύρας τα στενά
αίμα και δάκρυα πίνει

Σε πανηγύρι και γιορτή
απ' την Αγιά Μαρκέλλα
σ' αγόρασα χρυσή κλώστη
και κόκκινη κορδέλα

Άλλος για Χίο τράβηξε πήγε
κι άλλος για Μυτιλήνη
κι άλλος στης Σύρας τα στενά
αίμα και δάκρυα πίνει

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2007

ΕΧΩ ΜΙΑ ΛΕΞΗ - ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Έχω μια λέξη για να πω μα είναι το στόμα μου κλειστό
Και την κρατάω μέσα μου να μεγαλώνει
Γύρω μου απλώνει
Το φιλοθεάμων μου κενό σ’ ένα μονόλογο παλιό
Ένα μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα
Ψυχή μου κλώσσα

Μου είχες πει κάποια φορά, μέσα στα λόγια τα πολλά,
Πώς πριν κατέβουμε στη γη είμαστε στ’ αστέρια
Σπασμένα χέρια
Τώρα μου δίνεις να πιαστώ και τον μικρό μου εαυτό
Μέχρι την άλλη μου ζωή θα ξεπουλάω
Σε ποιόν χρωστάω;
Σε ποιόν τη λέξη μου να πω και ποιού το χέρι τρυφερά θα την κρατήσει;
Πού έχω ζήσει;
Σε τίνος τ’ όνειρο να μπω, μια λέξη μόνο να του πω
Και να το σκάσω
Αχ, να ξεχάσω!

Λέγαν σαν ήμουνα μικρός πώς είναι ο κόσμος σκοτεινός
Μα από τα φώτα τα πολλά πώς έχω λιώσει;;;
Έχω πληρώσει
Έδωσα χώμα και νερό, μήπως οφείλω ό,τι ακριβό
έχω γνωρίσει κι ό,τι γνήσιο έχω ζήσει
Έχω ξοφλήσει

Έχω μια λέξη για να πω, μα είναι το στόμα μου κλειστό
Και την κρατάω μέσα μου να μεγαλώνει
Και με σκοτώνει
Σε ένα ισόβιο τοκετό, το ένα μου μέρος το κρυφό
Και νιώθω μέσα απ' τη βαθιά μου εγκυμοσύνη
Αυτό που φτύνει η τεχνητή μας νοημοσύνη
Ευγνωμοσύνη

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2007

ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΑ - Κ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,
Σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Ανθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
Ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
Χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
Άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
Η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Αλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
Όποιος πατάει πάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
Ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
Πόνος μας, να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2007

ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ΡΘΟΥΝ (το έχει τραγουδήσει ο ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ)

Κάποτε θα 'ρθουν να σου πουν
πως σε πιστεύουν, σ' αγαπούν
και πώς σε θένε
Έχε το νου σου στο παιδί,
κλείσε την πόρτα με κλειδί
ψέματα λένε
Κάποτε θα 'ρθουν γνωστικοί,
λογάδες και γραμματικοί
για να σε πείσουν
Έχε το νου σου στο παιδί
κλείσε την πόρτα με κλειδί,
θα σε πουλήσουν
Και όταν θα 'ρθουν οι καιροί
που θα 'χει σβήσει το κερί
στην καταιγίδα
Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλιτώσει το παιδί
υπάρχει ελπίδα

ΑΡΝΗΣΗ - Γιώργος Σεφέρης

Στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι μα το νερό γλυφό,
Πάνω στην άμμο την ξανθή γράψαμε τ' όνομά της
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης και σβήστηκε η γραφή,
Με τι καρδιά , με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή

ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΚΙ ΑΝΑΞΙΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ - ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
Των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
Και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
Χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαντράς τη Σιγκαπούρη τ' Αλγέρι και το Σφαξ
Θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία
Κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
Θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
Οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει
Κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά
-Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει.

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
Και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει
Κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
Θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
Σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες
Θα έχω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
Και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2007

ΑΜΟΡΓΟΣ - ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

Mε την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Oι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Aλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμένα στη θάλασσα
Mήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμένα λατίνια
Kι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Mόνο ν' ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Nα κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Mε της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Kαι τότε θά 'ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Mες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων.

Γι' αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Nα τραγουδήστε τη Mπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ' τα περιβόλια των κριθαριών
Mε τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Kι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.

Kαι μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Mη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Mη γίνεσαι πεπρωμένο
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Oύτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Oύτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Eίναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Eίναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Eίναι φωτιά σ' ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Eίναι των Tούρκων συμπεθεριό των Aυστραλών πανηγύρι
Eίναι λημέρι των Oύγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Bλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ' αυγά τους
Kαι τόνε κλαίνε κι αυτές
Kαίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Mε τ' ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ' άλλο κελλάρι
Nα μπούνε σ' άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Tράπεζες
Kι οι κουκουβάγιες παιδιά μου
Oι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Kι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Mε ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα
Mε φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
Mε της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
Tρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ' Aη-Γιαννιού και τα φλουριά του Aράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Kόβουν τα γένια ενός παπά με του Kολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Kι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.

Έτσι σ' ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Mε το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά-σιγά σαν τον κλέφτη
Aπό το παραθύρι τής άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!
Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων
Ή όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.
Mόνο τα βόδια των Aχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Bόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Tρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ' αυλάκια
Mυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ' τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.

Πετάτε τους νεκρούς είπ' ο Hράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλωμιάζει
Kι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Kι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ' τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.
Tί να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Tο ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ' όνομά του
Tο ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Mα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Mόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Kαι να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Nα βρεις μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Nα πιάσεις από τα λουριά του Aχιλλέα τ' άλογα
Aντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Tον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Kίτσου.
Γιατί κι εσύ θα 'χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα 'χει γεράσει.
Mέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ' το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Kι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Kι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα 'ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Mε το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Mε το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Mε το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ' ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν' ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Mόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ' άστρα
Mόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Kαι νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.
Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Mόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ' ένα πηγάδι μ' αίμα.
Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Kρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.
Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Mόνο ένα βράδυ του Mαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο
Kι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Mόνο καρτέρει μια στιγμή ν' ανοίξει ο πικραπήγανος
N' αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.
Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Tο ξέρω είσαι μια φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μια σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν' ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μια μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ' ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι. Yπάρχει μια πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ' όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ' αηδόνια. Eίναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Nτέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ' αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους. Γιατί τότε κανείς δε θ' αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ' όλα τα σταυροδρόμια θ' ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Tότε θα 'ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μια χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Eυρώτα. Kαληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια καλύτερη μέρα. Oι ταξιδιώτες των Iνδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ' τους Bυζαντινούς χρονογράφους.

O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Kατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων τού λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Eν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Eγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Kαι με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι
Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Mια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
Mπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Mπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Mέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Mαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Kαι μια καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ' αστέρια
Tόσους αιώνες φευγάτο
Aπό των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλλους της Bαλτιμόρης
Kι απ' τη χαμένη Aγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Mα πάνω στ' αψηλά βουνά ποιοι να 'ναι αυτοί που κοιτάνε
Mε την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιας πυρκαγιάς να 'ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Mήνα ο Kαλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Mήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Mανιάτες;
Oυδ' ο Kαλύβας πολεμάει κι ουδ' ο Λεβεντογιάννης
Oύτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Mανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μια στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Kορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μια πεθαμένη ανεμώνη
Tσοπαναρέοι ατάραχοι μ' ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μια ντουφεκιά στα τρυγόνια
Kι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ' όλους
Mε μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Kαι κατεβαίνει απ' τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Xελμού να πει μια καλησπέρα της Γκόλφως.

Xρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Mε το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Mιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Eγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Kαι με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι
Mαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου

ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ (ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ)

Μάνα με τους εννιά σου γιούς και με τη μια σου κόρη,
τη κόρη τη μονάκριβη τη πολυαγαπημένη.
Την είχε δώδεκα χρονώ κι ο ήλιος δε στην είδε.
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της,
της μέρας φώς να μη την δει, ο ήλιος να μην την ξερει.

Πραγματευτλαδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οκτώ αδερφοί δε θέλανε κι ο Κωνσταντίνος θέλει.
-Μάνα μου, κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα.
Στα ξένα εκεί που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
δικό μου να 'χω άνθρωπο και να παρηγοριέμαι.

-Φρόνιμος είσαι Κωνσταντή, μα άσκημα απηλογήθης.
Κι αν έρθει γιε μου θάνατος κι αν έρθει γιε μου αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
-Βάζω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρθει θάνατος, αν τύχει κι έρθει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, εγώ θα στην φέρω.

Κι αφού την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
μπήκανε χρόνοι δίσεχτοι και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό κι οι εννια οι γιοι πεθάναν,
κι έμειν' η μάνα έρημη, σα καλαμιά στον κάμπο.
Στα οχτώ τα μνήματα έκλαιγε, στα οχτώ μοιρολογούσε,
στου Κωνσταντίνου το μνημιό ανέσπα τα μαλλιά της.

"Ανάθεμά σε Κωνσταντή και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
Το τάξιμο που μου 'ταξες πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους
αν τύχει πίκρα γη χαρά, να πας να μου τη φέρεις".
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,

η γης αναταράχθηκε κι ο Κωνσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρι χαλινάρι
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει τη κι εχτενίζουνταν όξω στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:

-'Αιντε αδερφή να φύγουμε, στη μάνα μας να πάμε.
-Αλίμον' αδερφάκι μου και τι 'ναι τούτ' η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω
Κι αν είναι πίκρα η θάνατος μαυρά ρούχα να βάλω
-Έλ' Αρετή στο σπίτι μας κι ας είσ' όπως κι αν είσαι.
Κοντολογίζει τ' άλογο και πίσω τη καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε, πουλάκια κελαηδούσαν,
δε κελαηδούσαν σα πουλιά, μήτε σα χελιδόνια,
μον' κελαηδούσαν κι έλεγαν μ' ανθρώπινη ομιλία:
"Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει πεθαμένος"!
-'Ακουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
-Πουλάκια 'ναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια 'ναι κι ας λένε.

Και παρακεί που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:
"Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους"!
-'Ακουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.
-Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.

-Φοβούμαι σ' αδερφάκι μου και λιβανιές μυρίζεις.
-Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον 'Αϊ Γιάννη
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.
Και παρεμπρός που πήγανε κι άλλα πουλιά τους λένε:
"Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!

Τ' άκουσε πάλ' η Αρετή και ράγισ' η καρδιά της.
-'Ακουσες Κωνσταντάκη μου τι λένε τα πουλάκια;
-'Αφησ' Αρέτω τα πουλιά κι αςλένε ότι κι αν λένε.
-Πες μου πού 'ναι τα κάλλη σου και πού 'ν' η λεβεντιά σου
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
-Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου!

Αυτού σιμά αυτού κοντά, στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της 'χάθη.
Κι ακούει τη πλάκα και βροντά, το χώμα και βουΐζει.
Κινά και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δένδρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,

βλέπει μπροστά στη πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει τη πόρτα σφαλιχτή και τα κλειδιά παρμένα
και τα σπιτοπαράθυρα, σφιχτά μανταλωμένα.
Χτυπά τη πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
-Αν είσαι φίλος διάβαινε κι αν είσ' οχτρός μου φύγε
κι αν είσαι ο πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω

κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
-Σήκω μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα.
-Ποιος είναι αυτός που μου χτυπά και με φωνάζει μάνα;
-'Ανοιξε μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου.
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν και πέθαναν κι οι δύο.

About me:

ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΜΟΥ


Το είδα να υπάρχει σε άλλα blog, αλλά δε μου κάνει κέφι να πω τίποτε about me.
Όχι από μυστικοπάθεια, ούτε γιατί έχω κάτι να κρύψω, ούτε καν για να προστατέψω την ανωνυμία μου.

Απλώς, μου φαίνεται ανούσιο, χωρίς κανένα ενδιαφέρον ούτε για εμένα ούτε για όποιον τυχόν δει το blog μου, να διαβάσει το οτιδήποτε σχετικά με εμένα.
Ίσως να έχει ένα σχετικό ενδιαφέρον το ότι είμαι κοπέλα, νέα σε ηλικία, ελεύθερη επαγγελματίας -όχι πολύ επιτυχημένη ως τώρα, μένω στην Αθήνα, ΔΕΝ είμαι φιλότεχνη με κανένα τρόπο.

Δεν εκτιμάω το σινεμά και την όγδοη τέχνη, δεν υπάρχουν πίνακες ζωγραφικής που να με συγκινούν, δε χωνεύω τους ανθρώπους που είναι πολύ "κουλτουριάρηδες". Σε ένα βιβλίο θα μου τραβήξει την προσοχή αποκλειστικά η δράση, η αγωνία και οι ανατροπές της πλοκής και θα πηδήξω τις περιγραφές, τις φιλοσοφίες και τις ψυχολογικές αναλύσεις. Θα με συγκινήσει η απλή και κοφτή γλώσσα και όχι η επίδειξη καλής χρήσης της γλώσσας.

Τότε γιατί δημοσιεύω στο blog μου στίχους? Η ιστορία έχει ως εξείς:
Κάποιοι στίχοι, κατά καιρούς, τους ακούω φευγαλέα και "μου κάνουν κάτι". Μπορεί ακόμα να είναι και στίχοι σε γλώσσα που δεν καταλαβαίνω, και να μου "κάνει κάτι" και μόνο ο τρόπος που ακούγεται. Τις περισσότερες φορές δεν έχω ιδέα τι λέει το υπόλοιπο ποίημα, μου έχει μείνει μόνο ένας - δύο στίχοι. Οπότε, τυχαίνει κάποια φάση να τους θυμάμαι, να έχω λίγο ελεύθερο χρόνο και να τους ψάχνω στην Google. Μετά τους αποθηκεύω σε μικρά αρχειάκια κειμένου στον σκληρό μου. Αυτά τα αρχειάκια δημοσιεύω τώρα, λίγα λίγα.

Αυτά σχετικά με εμένα


Κατάλογος Σελίδων